- ἔμπολιν
- ἔμπολιςbelonging to the cityfem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
έμπολις — ἔμπολις, ο, η (Α) 1. αυτός που ανήκει στην πόλη, στην πολιτεία, ο αστός 2. συμπολίτης («σοὶ μὲν ἔμπολιν οὐκ ὄντα», Σοφ.) … Dictionary of Greek